Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πώεα — τὰ, Α πληθ. βλ. πῶϋ … Dictionary of Greek
πώυ — πώεος, τὸ, πληθ. πώεα, ΜΑ 1. κοπάδι, αγέλη ζώων 2. συνεκδ. σμάρι παιδιών («πώεα παίδων», Νόνν.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ πώεα (στον Όμηρο) κοπάδι προβάτων («πώεα μήλων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ποιμένας] … Dictionary of Greek